βοσκός

βοσκός
ο (AM βοσκός)
αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας
(αρχ. -μσν.) αρχηγός, ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο-βοσκός, γηρο-βοσκός, λωτο-βοσκός, προ-βοσκός, κ.ά. Εκτός της λ. βοσκός χρησιμοποιούνταν στην αρχαία και τα αιπόλος, ποιμήν, βουκόλος, οιοπόλος, που παρουσιάζουν διαφορές στη σημασία και στη χρήση τους. Συγκεκριμένα, το αιπόλος (Ομηρος) σήμαινε τον «γιδοβοσκό», το δε ποιμήν στον Όμηρο δήλωνε τον «βοσκό προβάτων ή βοδιών», ενώ μεθομηρικά «αυτόν που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες», για να καταλήξει να σημαίνει τον «βοσκό» γενικά. Εξάλλου το βουκόλος δήλωνε τόσο τον «βοσκό» γενικά όσο και ειδικότερα τον «βοσκό βοδιών», ενώ το οιοπόλος, που μαρτυρείται σπάνια με τη σημασία «βοσκός προβάτων», αντικαταστάθηκε στη χρήση από το ποιμήν. Τέλος, στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. τσοπάνης για να δηλώσει τον «βοσκό» και ιδιαίτερα μάλιστα τον «βοσκό προβάτων και κατσικιών».
ΠΑΡ. νεοελλ. βοσκοπούλα, βοσκόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό -βοσκός) αιγοβοσκός, πορνοβοσκός, προβατοβοσκός, χηνοβοσκός, χοιροβοσκός
αρχ.
αιλουροβοσκός, ανθοβοσκός, αρηνοβοσκός, βοοβοσκός, γηροβοσκός, ελαφοβοσκός, ερρηνοβοσκός, ιβιοβοσκός, ιερακοβοσκός, ιπποβοσκός, καμηλοβοσκός, κροκοδιλοβοσκός, κυνοβοσκός, λωτοβοσκός, μηλοβοσκός, παιδοβοσκός, προβοσκός, συοβοσκός, χειροβοσκός, υοβοσκός
νεοελλ.
αγελαδοβοσκός, αιγοβοσκός, αλογοβοσκός, αρχιβοσκός, γελαδοβοσκός, γεροβοσκός, γιδοβοσκός, πρωτοβοσκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βοσκός — herdsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο ποιμένας, τσοπάνης: Ο βοσκός ζει όλη μέρα απομονωμένος με το κοπάδι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοσκοί — βοσκός herdsman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκοῦ — βοσκός herdsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκούς — βοσκός herdsman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκῶ — βοσκός herdsman masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκῷ — βοσκός herdsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκόν — βοσκός herdsman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιροβοσκός — ο, ΝΜΑ βοσκός χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. καμηλο βοσκός, ὑο βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”